Του Δημήτρη Τόλιου,
Ας υποθέσουμε ότι παρακολουθούμε στην τηλέοραση, έναν διάλογο που εξελίσσεται ανάμεσα σε δύο "σημαντικά" πρόσωπα, με σκοπό την επίλυση ενός προβλήματος. Ο πρώτος συνομιλητής ξεκινάει διατυπώνοντας τις θέσεις του για το επίμαχο θέμα και στη συνέχεια, ο δεύτερος συνομιλητής του "απαντάει", διατυπώνοντας κι αυτός τις θέσεις του για το ίδιο ακριβώς θέμα. Αργότερα, ο πρώτος συνομιλητής αναπτύσσει τις σκέψεις του σχετικά με το τι πρέπει να γίνει για να επιλυθεί το πρόβλημα. Έπειτα, ο δεύτερος συνομιλητής απαντάει, αναπτύσσοντας κι αυτός τις δικές του σκέψεις. Η "συζήτηση" προχωράει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο για μισή περίπου ώρα. Δηλαδή, ο καθένας παρουσιάζει τις απόψεις του, χωρίς όμως να ενδιαφέρεται να ακούσει τι αντιπροτείνει ο συνομιλητής του.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι δεν παρακολουθούμε κάποιον "διάλογο", αλλά δύο Παράλληλους Μονολόγους.Κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα! Το παραπάνω φαινόμενο συναντάται συχνά, είτε στην τηλεόραση, είτε στο ραδιόφωνο, είτε ακόμα και σε μια συζήτηση μεταξύ φίλων.
Ως διάλογος, ορίζεται η συζήτηση ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή ομάδες ανθρώπων, κατά την οποία ο καθένας από τους συνομιλητές, παίρνει εναλλάξ το λόγο, για να διατυπώσει την άποψη του πάνω σε κάποιο θέμα.Σκοπός του διαλόγου, είναι η ανταλλαγή απόψεων, που ενδεχομένως θα οδηγήσει είτε σε ταύτιση τους, είτε σε ολική ή μερική απόκλιση αυτών. Σίγουρα όμως θα βγει κάποιο αποτέλεσμα. Με το να μιλάει ο καθένας μονός του, δεν επιτυγχάνεται τίποτα περισσότερο, απ το να προβάλονται κάποιες ναρκισσιστικές τάσεις: "Ακούστε με τι ωραία που τα λέω..., Μόνο εγώ έχω δίκιο.... κ.ο.κ."
Είναι κοινότοπο ίσως να επαναλάβουμε την διάσημη φράση ενός βιογράφου του Βολταίρου : "Μπορεί να μη συμφωνώ ούτε με μια λέξη απ' όσα λες, αλλά θα υπερασπίζομαι, και με το τίμημα της ζωής μου ακόμα, το δικαίωμα σου, να λες όσα πρεσβεύεις", αλλά είναι κι αναγκαίο. Πιστεύω ότι πρέπει να μάθουμε να δίνουμε "χώρο και χρόνο" στον συνομιλητή μας, να εκθέτει κι αυτός τα δικά του επιχειρήματα, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να πειστούμε περισσότερο για την ορθότητα των δικών μας επιχειρημάτων, ή αν θέλετε, για το ότι μπορεί και κάπου να κάνουμε λάθος. Σίγουρα όμως είναι σημαντικό να μάθουμε να ακούμε. Όταν κανένας δεν ακούει κανέναν, δεν υφίσταται διάλογος, και κατ' επέκταση, είναι δύσκολο να προκύψει κάποια λύση του ενδεχόμενου προβλήματος. Το ερώτημα βέβαια είναι: γιατί κανένας να μην ακούει κανέναν;
Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι είναι πολύ εύκολο για κάποιον να είναι κατηγορηματικός στις απόψεις του και να μην δέχεται μια αντίθετη γνώμη, γιατί έτσι δε χρείαζεται να επιχειρηματολογήσει και η προέκταση αυτού, είναι να μην εκτείθεται! Όμως, όπως είπε κι ένας μεγάλος ποιητής :
Όταν ένας άνθρωπος δεν αξίζει να κινδυνεύσει για τις γνώμες του, τότε δύο πράγματα συμβαίνουν :
1) Ή δεν αξίζουν οι γνώμες,
2) Ή δεν αξίζει ο άνθρωπος.
(Έζρα Πάουντ)
Ας υποθέσουμε ότι παρακολουθούμε στην τηλέοραση, έναν διάλογο που εξελίσσεται ανάμεσα σε δύο "σημαντικά" πρόσωπα, με σκοπό την επίλυση ενός προβλήματος. Ο πρώτος συνομιλητής ξεκινάει διατυπώνοντας τις θέσεις του για το επίμαχο θέμα και στη συνέχεια, ο δεύτερος συνομιλητής του "απαντάει", διατυπώνοντας κι αυτός τις θέσεις του για το ίδιο ακριβώς θέμα. Αργότερα, ο πρώτος συνομιλητής αναπτύσσει τις σκέψεις του σχετικά με το τι πρέπει να γίνει για να επιλυθεί το πρόβλημα. Έπειτα, ο δεύτερος συνομιλητής απαντάει, αναπτύσσοντας κι αυτός τις δικές του σκέψεις. Η "συζήτηση" προχωράει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο για μισή περίπου ώρα. Δηλαδή, ο καθένας παρουσιάζει τις απόψεις του, χωρίς όμως να ενδιαφέρεται να ακούσει τι αντιπροτείνει ο συνομιλητής του.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι δεν παρακολουθούμε κάποιον "διάλογο", αλλά δύο Παράλληλους Μονολόγους.Κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα! Το παραπάνω φαινόμενο συναντάται συχνά, είτε στην τηλεόραση, είτε στο ραδιόφωνο, είτε ακόμα και σε μια συζήτηση μεταξύ φίλων.
Ως διάλογος, ορίζεται η συζήτηση ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή ομάδες ανθρώπων, κατά την οποία ο καθένας από τους συνομιλητές, παίρνει εναλλάξ το λόγο, για να διατυπώσει την άποψη του πάνω σε κάποιο θέμα.Σκοπός του διαλόγου, είναι η ανταλλαγή απόψεων, που ενδεχομένως θα οδηγήσει είτε σε ταύτιση τους, είτε σε ολική ή μερική απόκλιση αυτών. Σίγουρα όμως θα βγει κάποιο αποτέλεσμα. Με το να μιλάει ο καθένας μονός του, δεν επιτυγχάνεται τίποτα περισσότερο, απ το να προβάλονται κάποιες ναρκισσιστικές τάσεις: "Ακούστε με τι ωραία που τα λέω..., Μόνο εγώ έχω δίκιο.... κ.ο.κ."
Είναι κοινότοπο ίσως να επαναλάβουμε την διάσημη φράση ενός βιογράφου του Βολταίρου : "Μπορεί να μη συμφωνώ ούτε με μια λέξη απ' όσα λες, αλλά θα υπερασπίζομαι, και με το τίμημα της ζωής μου ακόμα, το δικαίωμα σου, να λες όσα πρεσβεύεις", αλλά είναι κι αναγκαίο. Πιστεύω ότι πρέπει να μάθουμε να δίνουμε "χώρο και χρόνο" στον συνομιλητή μας, να εκθέτει κι αυτός τα δικά του επιχειρήματα, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να πειστούμε περισσότερο για την ορθότητα των δικών μας επιχειρημάτων, ή αν θέλετε, για το ότι μπορεί και κάπου να κάνουμε λάθος. Σίγουρα όμως είναι σημαντικό να μάθουμε να ακούμε. Όταν κανένας δεν ακούει κανέναν, δεν υφίσταται διάλογος, και κατ' επέκταση, είναι δύσκολο να προκύψει κάποια λύση του ενδεχόμενου προβλήματος. Το ερώτημα βέβαια είναι: γιατί κανένας να μην ακούει κανέναν;
Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι είναι πολύ εύκολο για κάποιον να είναι κατηγορηματικός στις απόψεις του και να μην δέχεται μια αντίθετη γνώμη, γιατί έτσι δε χρείαζεται να επιχειρηματολογήσει και η προέκταση αυτού, είναι να μην εκτείθεται! Όμως, όπως είπε κι ένας μεγάλος ποιητής :
Όταν ένας άνθρωπος δεν αξίζει να κινδυνεύσει για τις γνώμες του, τότε δύο πράγματα συμβαίνουν :
1) Ή δεν αξίζουν οι γνώμες,
2) Ή δεν αξίζει ο άνθρωπος.
(Έζρα Πάουντ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου