Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Παγκόσμια Ημέρα Τζαζ

H UNESCO (ο οργανισμός του ΟΗΕ που ασχολείται με εκπαιδευτικά, επιστημονικά και πολιτιστικά θέματα) ανακήρυξε την 30η Απριλίου ως Παγκόσμια Ημέρα της Τζαζ Μουσικής, κατά τη διάρκεια της γενικής συνέλευσης του οργανισμού τον Νοέμβριο του 2011 στο Παρίσι. 

 Σκοπός του εορτασμού είναι «να φωτίσει τον σπουδαίο ρόλο της τζαζ ως μορφή τέχνης και μέσο επικοινωνίας που υπερβαίνει τις διαφορές». Η πρωτοβουλία ανήκει στον διάσημο αμερικανό τζαζίστα Χέρμπι Χάνκοκ και πρέσβη καλής θελήσεως της UNESCO, ο οποίος χαρακτήρισε την τζαζ «φωνή ελευθερίας».

 Η 30η Απριλίου επιλέχτηκε ως Παγκόσμια Ημέρα Τζαζ, επειδή συμπίπτει με την τελευταία ημέρα του Μήνα της Τζαζ, που εορτάζεται κάθε Απρίλιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες αποτελούν τη γενέθλια χώρα της τζαζ μουσικής.

Ενδεικτικά δύο αγαπημένα κομμάτια jazz:                  

                           
                         
                           

Οι Εκδικητές (The Avengers) (2012)

Οι Εκδικητές (The Avengers) είναι αμερικανική περιπέτεια παραγωγής 2012, βασισμένη στο ομώνυμο κόμικ της Marvel. Τη σκηνοθεσία και το σενάριο ανέλαβε ο Τζος Γουέντον και πρωταγωνιστούν οι Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Κρις Έβανς, Μαρκ Ράφαλο, Κρις Χέμσγουορθ, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Τζέρεμι Ρενέρ, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον και Τομ Χίντλστοουν.

 Πλοκή:
 Ο Iron Man, o Hulk, o Thor, o Captain America, o Hawkeye και η Black Widow καλούνται από τον διευθυντή της διεθνούς ειρηνικής οργάνωσης με το όνομα Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α να συνεργαστούν για να σώσουν τον κόσμο από τον πανίσχυρο Ασγκαρντιανό κακό, Λόκι. Οι υπερήρωες πρέπει να αφήσουν κατά μέρους τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς και να εργαστούν αρμονικά για το κοινό καλό. Θα τα καταφέρουν;
           

                     

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Ντιούκ Έλινγκτον (Duke Ellington)

O Ντιούκ Έλινγκτον (Duke Ellington), ήταν Αμερικανός συνθέτης, ενορχηστρωτής και πιανίστας της τζαζ μουσικής. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της τζαζ στη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Ο Έλινγκτον γεννήθηκε το 1899 στην Ουάσινγκτον, γιος του Τζέημς Έντουαρντ Έλινγκτον και της Ντέηζι Κένεντι Έλινγκτον. O πατέρας του εργαζόταν ως σερβιτόρος στον Λευκό Οίκο. Οι γονείς του, αν και δεν ήταν επαγγελματίες μουσικοί, είχαν κατάρτιση στο πιάνο και από την ηλικία των επτά ετών, άρχισε μαθήματα και ο ίδιος, παρά το γεγονός πως δεν πίστευε ότι διέθετε ιδιαίτερη κλίση. Αργότερα, όταν σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών άρχισε να παρακολουθεί κρυφά συναυλίες, απέκτησε μεγαλύτερο σεβασμό στη μουσική και αντιμετώπισε τα μαθήματα πιάνου με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Εγκατέλειψε το σχολείο τρεις μήνες πριν την αποφοίτησή του, το 1917, με στόχο να ακολουθήσει επαγγελματική σταδιοδρομία στη μουσική και ενώ είχε ήδη ξεκινήσει να εργάζεται ως πιανίστας σε μαγαζιά της Ουάσινγκτον.

Στα τέλη του 1917, σχημάτισε το πρώτο του μουσικό συγκρότημα, The Duke's Serenaders, με το οποίο πραγματοποίησε εμφανίσεις σε μουσικά κέντρα και ως μουσική συνοδεία σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Το Σεπτέμβριο του 1923, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη, μαζί με το πενταμελές συγκρότημα The Washingtonians που είχε νωρίτερα σχηματίσει. Το συγκρότημα πραγματοποίησε εμφανίσεις σε διάφορα μουσικά κέντρα, πριν αποτελέσει την μόνιμη ορχήστρα του γνωστού Cotton Club, γεγονός που ενίσχυσε σημαντικά τη φήμη του Έλινγκτον. Παρέμεινε εκεί για ένα διάστημα περίπου τριών ετών, περίοδο κατά την οποία η μεγάλη ορχήστρα του, εξελίχθηκε σε μία από τις δημοφιλέστερες της εποχής, με συμμετοχή σε αυτή αρκετών σημαντικών μουσικών, ενώ ο ίδιος ο Έλινγκτον διακρίθηκε για την ικανότητά του στη σύνθεση.

Το καλοκαίρι του 1933, περιόδευσε με την ορχήστρα του, για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Πραγματοποίησε συναυλίες, αρχικά στη Βρετανία και αργότερα στην Ολλανδία και τη Γαλλία. Η υποδοχή του στην Αγγλία υπήρξε ιδιαίτερα θερμή, λαμβάνοντας επίσης σημαντική κάλυψη από τον τύπο της εποχής. Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνέχισε να πραγματοποιεί ζωντανές εμφανίσεις και ηχογραφήσεις, στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο και το Λος Άντζελες. Το 1935, πέθανε η μητέρα του ενώ δύο χρόνια αργότερα σημειώθηκε και ο θάνατος του πατέρα του.
Οι αρχές της δεκαετίας του 1940, θεωρούνται ως η περίοδος της δημιουργικής ακμής του Έλινγκτον, κυρίως διότι συνοδεύτηκαν από ορισμένες εκ των καλύτερων μουσικών συνθέσεών του. Σε αυτό συνέβαλαν και σημαντικοί νέοι μουσικοί που πλαισίωσαν την ορχήστρα του, όπως ο Τζίμι Μπλάντον (κοντραμπάσο), ο Μπεν Γουέμπστερ (τενόρο σαξόφωνο) ή ο Ρεξ Στιούαρτ (κόρνο), καθώς και η συνεργασία του με τον συνθέτη, πιανίστα και ενορχηστρωτή Μπίλλυ Στρέιχορν. Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου, η εμπορική απήχηση του Έλινγκτον γνώρισε κάμψη, γεγονός που συνδυάστηκε με το τέλος της εποχής του σουίνγκ και τη γενικότερη στροφή σε άλλα είδη, όπως το μπίμποπ. Παρόλα αυτά, ο Έλινγκτον κατάφερε να συντηρήσει την ορχήστρα του, με την οποία συνέχισε να περιοδεύει. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το συγκρότημά του υπέστη αρκετές ανακατατάξεις, καθώς αρκετά μέλη του αποχώρησαν, γεγονός που επέδρασε τόσο στο ύφος του όσο και στη δημοτικότητά του, η οποία υποχώρησε. Η εμφάνιση του Έλινγκτον στο τζαζ φεστιβάλ του Νιούπορτ, στις 7 Ιουλίου του 1956, συνέβαλε καθοριστικά στην "αναγέννηση" του, ενώ το περιοδικό Time την αποκάλεσε ως "σημείο καμπής" της καριέρας του.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο Έλινγκτον παρέμεινε μουσικά ενεργός. Το 1962, ξεχώρισαν οι συνεργασίες του με τον Τζον Κολτρέιν, τον Τσαρλς Μίνγκους καθώς και με τον Κόλμαν Χόκινς, με τους οποίους συμμετείχε σε ηχογραφήσεις. Το 1963 περιόδευσε στην Μέση Ανατολή, τον επόμενο χρόνο στην Ιαπωνία, ενώ το 1968 και το 1971 έδωσε συναυλίες στη Λατινική Αμερική και τη Σοβιετική Ένωση αντίστοιχα. Στα τελεθταία χρόνια της καριέρας του, σημαντική εξέλιξη στο μουσικό του ύφος, αποτέλεσε η προσπάθειά του να ενσωματώσει στοιχεία της θρησκευτικής λειτουργίας στη τζαζ. Στα πλαίσια αυτού του εγχειρήματος, πραγματοποίησε τρεις συναυλίες (Sacred Concerts), που έλαβαν χώρα σε διαφορετικές εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς, με συνοδεία χορωδίας και χορευτών. Αν και το ύστερο έργο του Έλινγκτον επισκιάζεται συχνά από τη μουσική που παρήγαγε σε παλαιότερες περιόδους, και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1940, ορισμένοι κριτικοί έχουν τονίσει την αξία του.

Το 1969, του απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, μία από τις ανώτερες τιμές προς πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών, για τη συνολική συνεισφορά του στη μουσική. Το 1973, τιμήθηκε επιπλέον με τη Λεγεώνα της Τιμής, από τη Γαλλική Δημοκρατία. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του. Πέθανε από καρκίνο, στις 24 Μαΐου του 1974.

Επιλεγμένη δισκογραφία:

  • Daybreak Express (1947)
  • Duke Ellington Plays the Blues (1953) 
  • Ellington at Newport (1956) 
  • Such Sweet Thunder (1957) 
  • Indigos (1957) 
  • Ella Fitzgerald Sings the Duke Ellington Songbook (1957)  
  • Anatomy of a Murder (Soundtrack) (1959) 
  • Duke Ellington and Johnny Hodges: Back to Back (1959) 
  • Duke Ellington and Johnny Hodges: Side by Side (1959) 
  • Duke Ellington & John Coltrane (1962) 
  • Duke Ellington meets Coleman Hawkins (1962) 
  • Money Jungle (1962) 
  • Ella at Duke's Place (1965) 
  • Ella and Duke at the Cote D'Azur (1966) 
  • The Far East Suite (1967) 
  • ...And His Mother Called Him Bill (1967) 
  • Francis A. & Edward K. (1968) 
  • Latin American Suite (1968) 
  • 70th Birthday Concert (1969) 
  • New Orleans Suite (1971) 
  • The Afro-Eurasian Eclipse (1971)



                        

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Charles Mingus

Ο Charles Mingus (22/04/1922 – 5/01/1979) ήταν ένας Αμερικανός μουσικός της τζαζ, συνθέτης και ακτιβιστής. Οι συνθέσεις του Mingus ήταν επηρεασμένες από την hard bop και την γκόσπελ, ενώ μερικές φορές αντλούσε στοιχεία από την πιο ελεύθερη τζαζ αλλά και την κλασική μουσική.

 Συχνά ο Charles Mingus χαρακτηρίζεται ως ένας μουσικός μεγαλύτερος κι από την ίδια τη ζωή. Πράγματι, μόνο υπερθετικό βαθμό μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να περιγράψει τα πάντα γύρω από αυτόν: την έμπνευση, το ταλέντο, τη μουσική κληρονομιά που άφησε πίσω του, τις ακραίες αντιδράσεις, ακόμη και το σωματικό του όγκο. Ο Mingus αποτελεί αναμφισβήτητα ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία της τζαζ και όχι μόνο…

"Ο καθένας μπορεί να κάνει το απλό να μοιάζει πολύπλοκο. Η δημιουργικότητα κάνει το πολύπλοκο να μοιάζει απλό..." C.Mingus












                                                                                                                                                    
                            

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

SiLeNzIo Live Band @ Πρώτο Πάτωμα


Η Silenzio Live Band σας προσκαλεί, στις 26 Απριλίου, στο "Πρώτο Πάτωμα" (Τσιμισκή 97,1ος όροφος) για μια βραδιά με ροκ μπαλάντες αλλά και με δικά της τραγούδια!

 Ώρα Έναρξης: 22.30
Τηλ Κρατήσεων:2310-223331

Δημήτρης Τόλιος (Κιθάρα,Φωνή)
Ελένη Αγριμάκη (Πιάνο,Φωνή)

 Σας Περιμένουμε!

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Νίκος Παπάζογλου (1948 - 2011)


O Νίκος Παπάζογλου (Θεσσαλονίκη 20 Μαρτίου 1948 - 17 Απριλίου 2011) ήταν Έλληνας μουσικός, ερμηνευτής και δισκογραφικός παραγωγός.

Ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του '60 περνώντας από τους Olympians και τους Zealot. Συνεργάστηκε για πολλά χρόνια με τους Διονύση Σαββόπουλο, Μανώλη Ρασούλη και Νίκο Ξυδάκη. Έγινε ευρέως γνωστός με το δίσκο του Μανώλη Ρασούλη, Η εκδίκηση της γυφτιάς. Από την παραγωγή αυτή του Σαββόπουλου, μαθαίνουμε ότι το παρατσούκλι του ήταν «push-pull», λόγω των τεχνικών του γνώσεων. Χαρακτηριστικό του Παπάζογλου ήταν το κόκκινο φουλάρι που φορούσε στο λαιμό σε όλες του τις εμφανίσεις.

Τραγούδια του τραγούδησαν πολλοί μεγάλοι Έλληνες τραγουδιστές και επίσης στήριξε αρκετούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα στα πρώτα τους βήματα μέσα από το στούντιό του, το ΑΓΡΟΤΙΚΟΝ, στη Θεσσαλονίκη. O Νίκος Παπάζογλου συμμετείχε σε πολλούς δίσκους που δημιουργήθηκαν σε αυτό το studio, ως παραγωγός, ηχολήπτης, ενορχηστρωτής και μουσικός.

Ο Παπάζογλου πέθανε από καρκίνο στις 17 Απριλίου 2011, λίγο καιρό μετά το θάνατο του συνεργάτη του, Μανώλη Ρασούλη.

Δισκογραφία:
Η εκδίκηση της γυφτιάς (1978)
Τα δήθεν (1979)
Χαράτσι (1984)
Μέσω Νεφών (1986)
Σύνεργα (1990)
Επιτόπιος ηχογράφησις στο θέατρο του Λυκαβηττού (1991)
Όταν κινδυνεύεις παίξε την πουρούδα (1995)
Μά’ισσα Σελήνη (2005)
Ήμουν κι εγώ εκεί (2009)

"Έφυγε" ο Δημήτρης Μητροπάνος

 Έφυγε σε ηλικία 64 ετών ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής Δημήτρης Μητροπάνος. Σύμφωνα με πληροφορίες, έπαθε έμφραγμα το πρωί και μεταφέρθηκε στο Υγεία. Εκεί οι γιατροί μετά από προσπάθειες τον επανέφεραν, αλλά τελικά "έφυγε" από πνευμονικό οίδημα.

 Σημειώνεται ότι σαν σήμερα πριν από ένα χρόνο πέθανε ο Νίκος Παπάζογλου.

 Λίγα λόγια για τη ζωή του:

 Γεννήθηκε στην Αγία Mονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα -από την οποία καταγόταν η μητέρα του- στις 2 Απριλίου του 1948. Μεγάλωσε χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε στα 29 του χρόνια. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον ανταρτοπόλεμο, όταν ήρθε ένα γράμμα το οποίο έλεγε πως ζει στην Ρουμανία. Ο πατέρας του καταγόταν από ένα χωριό της Καρδίτσας το Καππά. Από μικρός δούλευε τα καλοκαίρια για να βοηθήσει τα οικονομικά της οικογένειας του. Πρώτα ως σερβιτόρος στην ταβέρνα του θείου του και ύστερα στις κορδέλες κοπής ξύλων. Μετά την τρίτη γυμνασίου, το 1964, μετέβη στην Αθήνα να ζήσει με τον θείο του στην οδό Aχαρνών. Προτού τελειώσει το γυμνάσιο άρχισε να δουλεύει ως τραγουδιστής.

Στην ίδια ηλικία, έπειτα από παρότρυνση του Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον οποίο γνώρισε σε μία συγκέντρωση της εταιρίας του θείου του, στην οποία τραγούδησε, επισκέφτηκε την Κολούμπια. Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος του γνώρισε τον Γιώργο Ζαμπέτα, δίπλα στον οποίο θα δουλέψει στα «Ξημερώματα». Τον Ζαμπέτα τον μνημονεύει ως μεγάλο του δάσκαλο και δεύτερο πατέρα. Όπως έχει δηλώσει, «ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα». Το 1966 ο Μητροπάνος συναντάται, τυχαία, για πρώτη φόρα με τον Μίκη Θεοδωράκη και ερμηνεύει, στη θέση άλλου καλλιτέχνη που τότε ασθενούσε, μέρη από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί» σε μια σειρά συναυλιών στην Ελλάδα και την Κύπρο.


Στη μακρόχρονη πορεία του στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού αλλά και του έντεχνου τραγουδιού. Γιώργος Ζαμπέτας, Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος Μούτσης, Απόστολος Καλδάρας, Τάκης Μουσαφίρης ("Εμείς οι δυο" κ.α.), Χρήστος Νικολόπουλος ("Πάρε Αποφάσεις" σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου), Γιάννης Σπανός ("Ο Μητροπάνος τραγουδάει Σπανό") ήταν οι συνθέτες με τους οποίους συνδέθηκε επαγγελματικά, χτίζοντας μια καριέρα συνυφασμένη με την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση, μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του '80.

Η συμμετοχή του σε δίσκους των Λάκη Παπαδόπουλου (με το τραγούδι "Για να σ' εκδικηθώ") και Νίκου Πορτοκάλογλου ("Κλείνω κι έρχομαι") αναδεικνύουν εκείνη την εποχή την ευρεία γκάμα της ερμηνείας του και προαναγγέλλουν μια στροφή στον τρόπο ερμηνείας του, που θα οδηγήσει σε μια σειρά από δίσκους που άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την έννοια του καλού σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού. Οι συνεργασίες με το Μάριο Τόκα και το Φίλιππο Γράψα ("Η εθνική μας μοναξιά" και "Παρέα με έναν ήλιο") συνδυάζουν τη λαϊκή υφή και συναίσθημα με τη πιο βαθιά έννοια στίχων και τη χρησιμοποίηση λέξεων πιο επιτηδευμένων. Παράλληλα, η απήχηση των τραγουδιών στην κοινωνία και η εμπορική επιτυχία αναδεικνύουν αυτές τις δημιουργίες ως εργαλεία αλλά και συμπτώματα της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας.

Η πολύ σημαντική συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο με τον δίσκο «Στου Αιώνα την Παράγκα», σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη, αποτελεί στροφή του ερμηνευτή σε ακόμα πιο "έντεχνες" διαδρομές, διατηρώντας και πάλι την ταυτότητα του λαϊκού.



Ο Μητροπάνος συνεχίζει στα ίδια μονοπάτια, με τραγούδια των Μικρούτσικου, Κορακάκη, Μουκίδη, Παπαδημητρίου κ.α. στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 2000. Από τις τελευταίες δουλειές του Θεσσαλού αοιδού, ξεχωρίζει το "Πες μου τ' άληθινά σου σε μουσική Στέφανου Κορκολή και στίχους Ελεάνας Βραχάλη και Νίκου Μωραΐτη, αλλά και η ζωντανή ηχογράφηση "Υπάρχει και το ζεϊμπέκικο", από το πρόγραμμα - ωδή στον εθνικό χορό της Ελλάδας μαζί με τους Θέμη Αδαμαντίδη και Δημήτρη Μπάση, καθώς επίσης και ο δίσκος "Στη Διαπασών", ο οποίος περιέχει 12 λαϊκά τραγούδια και μια μπλουζ μπαλάντα. Από τα τραγούδια του δίσκου ξεχωρίζει το τραγούδι "Η εκδρομή" του Γιάννη Μηλιώκα, το οποίο γράφτηκε για την επιστροφή του ερμηνευτή στη δισκογραφία μετά από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας.

Η πιο πρόσφατη δισκογραφική δουλειά του Δημήτρη Μητροπάνου, ήταν η ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας του στο Ηρώδειο (Σεπτέμβριος 2009), αποτελούμενη από 2 CD με τον τίτλο "Τα τραγούδια της ζωής μου".

Τα τελευταία χρόνια ο Δημήτρης Μητροπάνος έδινε σκληρή μάχη καθώς αντιμετώπιζε σοβαρότατα προβλήματα υγείας.

Το πρωί της 17ης Απριλίου του 2012, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Υγεία με οξύ διαρροϊκό σύνδρομο και εμετούς. Εκεί εμφάνισε πνευμονικό οίδημα, μεταφέρθηκε στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και άφησε την τελευταία του πνοή στις 11.00 το πρωί. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης απέτισαν φόρο τιμής μεταδίδοντας βίντεο με τις σημαντικότερες ερμηνείες του  καθώς και δηλώσεις όσων συνεργάστηκαν μαζί του.


Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Τζέρι Ράφερτι (1947 – 2011)

Σκωτσέζος τραγουδοποιός, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 με τον τραγούδι «Baker Street» και τον δίσκο «City to City». Ανήκε στον ευρύτερο χώρο του προοδευτικού ροκ (progressive rock).

O Τζέραλντ «Τζέρι» Ράφερτι γεννήθηκε στις 16 Απριλίου στο Πέισλι της Σκωτίας και ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειάς του. Ο ιρλανδικής καταγωγής πατέρας του Τζόζεφ Ράφερτι δούλευε ως ανθρακωρύχος και οδηγός φορτηγού. Παρότι κουφός, του άρεσε να τραγουδά κυρίως ιρλανδικά επαναστατικά τραγούδια. Ήταν γερό ποτήρι και συχνά κακομεταχειριζόταν το νεαρό αγόρι, που δεν το συμπαθούσε ιδιαίτερα, καθώς είχε προέλθει από μία ανεπιθύμητη γέννα. Την ανατροφή και την προστασία του ανέλαβε η σκωτσέζα μάνα του Μέρι Σκίφινγκτον, η οποία του εμφύσησε την αγάπη για τη μουσική, μαθαίνοντάς του ιρλανδικά και σκωτσέζικα παραδοσιακά τραγούδια. Ο Τζέρι από μικρός άρχισε να σκαρώνει μελωδίες, επηρεασμένος από τα τραγούδια των Beatles και του Μπομπ Ντίλαν.

Με τον θάνατο του πατέρα του το 1963, ο νεαρός Τζέρι εγκαταλείπει το σχολείο. Αρχικά δουλεύει σε χασάπικο και στη συνέχεια ως κατώτερος εφοριακός υπάλληλος. Τα Σαββατοκύριακα, μαζί με τον παλιό συμμαθητή του Τζο Ίγκαν παίζουν σ’ ένα τοπικό γκρουπ, τους Mavericks. Κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας γνωρίζει τη 15χρονη κομμώτρια Κάρλα Βεντίλα, κόρη ιταλών μεταναστών. Θα παντρευτούν το 1970 και δύο χρόνια αργότερα θα αποκτήσουν μία κόρη, τη Μάρθα.

Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 βρίσκουμε τον Τζέρι Ράφερτι ως πλανόδιο μουσικό στο Μετρό του Λονδίνου. Παράλληλα, σχηματίζει το γκρουπ Humblebums με τον μετέπειτα ηθοποιό Μπίλι Κόνολι, αλλά δεν γνωρίζει επιτυχία, παρά τα τρία άλμπουμ που ηχογράφησαν. Απαρατήρητο περνά και το προσωπικό άλμπουμ με τίτλο «Can I have My Money Back», όπως και το σινγκλ «Benjamin Day» / «There's Nobody Here» με το συγκρότημα των The Fifth Column, στο οποίο συμμετέχει και ο παλιόφιλός του Τζο Ίγκαν.

To 1972 μαζί με τον Ίγκαν σχηματίζουν τους Stealers Wheel και γνωρίζουν επιτυχία με το τραγούδι «Stuck In The Middle With You», που θα επανέλθει στο προσκήνιο είκοσι χρόνια αργότερα, όταν ο Κουέντιν Ταραντίνο θα το συμπεριλάβει στο σάουντρακ της ταινίας του Reservoir Dogs. Ήταν ένα πολλά υποσχόμενο συγκρότημα, που θεωρήθηκε ως η βρετανική απάντηση στους αμερικανούς Crosby, Stills, Nash and Young. Θα διαλυθεί το 1975, εξαιτίας των ασφυκτικών όρων που έθεσε στο συμβόλαιό τους η δισκογραφική τους εταιρεία Α&Μ. Ο Ράφερτι μισούσε τη δημοσιότητα και τις συναυλίες.

Στις 20 Ιανουαρίου 1978, ο Τζέρι Ράφερτι επανέρχεται στη δισκογραφία με το άλμπουμ «City to City», που περιλαμβάνει την μπαλάντα «Baker Street», σήμα κατατεθέν της μουσικής του διαδρομής. Το τραγούδι αναφέρεται στον γνωστό δρόμο του Λονδίνου και χαρακτηρίζεται από το οκτάμετρο ριφ (σύντομη μελωδική φράση), που παίζει το σαξόφωνο του Ράφαελ Ρέιβενσκροφτ και το κιθαριστικό σόλο του Χιου Μπερνς. Το 2008 συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο του Rolling Stone με τα 100 κορυφαία κιθαριστικά τραγούδια όλων των εποχών. Το άλμπουμ θα πούλησε πάνω από 5,5 εκατομμύρια αντίτυπα και στις 8 Ιουλίου 1978 εκθρόνισε το περίφημο σάουντρακ της ταινίας Saturday Night Fever από την κορυφή του αμερικάνικου πίνακα επιτυχιών. Ήταν μία ανάσα δροσιάς για τους φίλους του καλού τραγουδιού, μέσα στον ασφυκτικό κλοιό που είχε επιβάλλει η ντίσκο στη λαϊκή μουσική στα τέλη της δεκαετίας του ‘70.

Επιτυχία θα γνωρίσει και το επόμενο άλμπουμ του «Νιght Owl» (1979), όχι όμως και τα επακολουθήσαντα, εξαιτίας της απροθυμίας του Ράφερτι να τα υποστηρίξει με συναυλίες. Τελευταίες δημιουργικές αναλαμπές της καριέρας του, η συμμετοχή στο σάουντρακ της ταινίας «Local Hero» («Το Ίνδαλμα της Πόλης») το 1983 και η ενασχόλησή του με την παραγωγή του πρώτου επιτυχημένου σινγκλ των Proclaimers, «Letter from America» (1987).

Από το 2008 πύκνωσαν τα δημοσιεύματα του αγγλικού τύπου για την κατάσταση της υγείας του. Ο Τζέρι Ράφερτι, έχοντας κληρονομήσει την κακιά συνήθεια του πατέρα του, μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία, εξαιτίας ηπατικών προβλημάτων. Τα προηγούμενα χρόνια είχε απορρίψει συνεργασίες με καλλιτέχνες, όπως ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ και ο Έρικ Κλάπτον, επειδή «δεν τους θεωρούσε και τόσο καλούς». Το 1990 χώρισε από τη σύζυγό του, η οποία δεν μπορούσε να αντέξει τον εκρηκτικό του χαρακτήρα από την κατάχρηση αλκοόλ. Πέθανε, τελικά, στις 4 Ιανουαρίου 2011, σε ηλικία 63 ετών.



Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Μάνος Ξυδούς (1953 – 2010)


Ο τραγουδοποιός Μάνος Ξυδούς γεννήθηκε στις 15 Μαΐου του 1953 στους Αγίους Αναργύρους, από πατέρα Μήλειο και μητέρα Κρητικιά.

 Η πρώτη του επαφή με τη μουσική ήταν στα νεανικά του χρόνια, όταν έπιασε δουλειά ως κλητήρας στην τότε Columbia στη Ριζούπολη. Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών Επιστημών και όταν τελείωσε τη σχολή σπούδασε marketing. Η μουσική όμως κυλούσε στις φλέβες του, γι’ αυτό και παράλληλα με τις σπουδές του δούλευε ως DJ στις «Καρυάτιδες» της Πλάκας.

 Συνέχισε να εργάζεται στη ΜΙΝΩΣ-EMI, απεσταλμένος στην Κρήτη ως πωλητής. Έμεινε εκεί τρία χρόνια και απέκτησε μεγάλη εμπειρία, η οποία του έδωσε τη δυνατότητα να αντιληφθεί με ποια κριτήρια αγοράζει ο κόσμος τους δίσκους, πράγμα που αποδείχτηκε μεγάλο προτέρημα όταν ασχολήθηκε αργότερα με τις παραγωγές και το marketing.

 Κομβικό σημείο στη ζωή και την καριέρα του υπήρξε στα τέλη της δεκαετίας του '80 η συνάντησή του με τους Πυξ Λαξ, το νεαρό τότε φιλόδοξο συγκρότημα, που έμελλε να φέρει νέο αέρα στην ελληνική δισκογραφία. Ο Μάνος Ξυδούς ήταν πλέον Marketing Director στη ΜΙΝΩΣ-EMI, ενώ ως παραγωγός είχε στο ενεργητικό του χρυσούς και πλατινένιους δίσκους. Επίσης, είχε κάνει ήδη μία μεγάλη επιτυχία με τους «Dreamer and the fool moon» και το τραγούδι «Sandrina», σε αγγλικούς στίχους. Αυτό το maxi single πούλησε 49.000 αντίτυπα και ανέβηκε στις πρώτες θέσεις των καταλόγων της Ιταλίας, της Ελβετίας, της Γαλλίας κ.ά.

 Ο Ξυδούς ανέλαβε την παραγωγή του πρώτου και του τρίτου δίσκου των Πυξ Λαξ. Σύντομα, όμως, έγινε μέλος του συγκροτήματος, γράφοντας στίχους, μουσική και κάνοντας φωνητικά. Μαζί τους έζησε τις δόξες, τις εμπειρίες, τις συναυλίες, την αποδοχή και τη διάλυση.

 Μετά τη διάλυση του γκρουπ συνέχισε να δραστηριοποιείται ως τραγουδοποιός, κάνοντας προσωπικούς δίσκους και συνεργαζόμενος με άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Πάνος Κατσιμίχας και οι Όναρ.

 Πέθανε στις 12 Απριλίου του 2010, από ανακοπή καρδιάς, κατά τη διάρκεια πρόβας στο γήπεδο του Νέου Φαλήρου.

 

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

SiLeNzIo Live Band @ Πρώτο Πάτωμα


Σήμερα 9 Απριλίου 2012, η SiLeNzIo Live Band σας περιμένει στο Πρώτο Πάτωμα (Τσιμισκή 97,1ος όροφος), για μια όμορφη βραδιά με ροκ μπαλάντες, αλλά και με δικά της τραγούδια!

Τηλ κρατήσεων: 2310-223331

Δημήτρης Τόλιος (Κιθάρα,Φωνή)
Ελένη Αγριμάκη (Πιάνο,φωνή)

Ώρα Έναρξης: 22.30

West Side Story

Διάσημο μιούζικαλ των Μπέρνσταϊν / Λόρεντς / Σοντχάιμ, που έκανε πρεμιέρα στις 26 Σεπτεμβρίου 1957 στο Μπρόντγουέϊ. Βασισμένο στη σεξπιρική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, εκτυλίσσεται στις λαϊκές γειτονιές της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του '50. Το σκοτεινό θέμα, η απαιτητική μουσική, τα εκτεταμένα χορευτικά και η στόχευση στα κοινωνικά προβλήματα, αποτέλεσαν αποφασιστική καμπή στο αμερικανικό μουσικό θέατρο.

 Η ιστορία του έργου ξεκινά το 1949, όταν ο θεατρικός συγγραφέας Άρθουρ Λόρεντς αποφάσισε να γράψει ένα μοντέρνο μιούζικαλ, με βάση την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, σε μουσική του διευθυντή ορχήστρας και συνθέτη Λέοναρντ Μπερνστάιν. Εβραϊκής καταγωγής και οι δύο ήταν φυσικό να εμπνευστούν πρωτίστως από το περιβάλλον τους και στη συνέχεια να τοποθετήσουν την ιστορία στο πολυπολιτισμικό υπόβαθρο της Νέας Υόρκης.

 Ήρωες του έργου, ο ιταλοαμερικανός Αντόνιο και η αμερικανοεβραία Μαρία, επιζήσαζα του Ολοκαυτώματος. Τα δύο νεαρά παιδιά ερωτεύονται και δημιουργούν μία σχέση, που δεν αρέσει στις οικογένειες και τον περίγυρό τους. Ο προσωρινός τίτλος του έργου ήταν East Side Story, επειδή εκτυλισσόταν στη γειτονιά East Side του Μανχάταν. Ο Λόρεντς δεν προχώρησε στην υλοποίηση της ιδέας του, καθώς θεώρησε την υπόθεση του έργου παρωχημένη και χιλιοειπωμένη.

 Το 1954 ο Λόρεντς επανήλθε στο σχέδιο του, όταν διάβασε στις εφημερίδες για τον πόλεμο των νεανικών συμμοριών στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Αποφάσισε να το προσαρμόσει στη νέα πραγματικότητα, που είχε δημιουργηθεί από την άφιξη χιλιάδων πορτορικάνων μεταναστών. Ο Αντόνιο του East Side Story έγινε Τόνι και ήταν ο αρχηγός της λευκής συμμορίας των Jets, ενώ η Μαρία από Εβραία έγινε Πορτορικανή και ήταν αδελφή του αρχηγού της αντίπαλης συμμορίας των Sharks. Οι δύο νέοι ερωτεύονται, προκαλώντας την εμπλοκή των δύο συμμοριών στη σχέση τους. Τόπος δράσης του έργου είναι η συνοικία Upper West Side του Μανχάταν, εξ ου και ο τίτλος του μιούζικαλ West Side Story.

 Στα μέσα του 1955 το έργο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Οι Λόρεντς και Μπερνστάιν ανέθεσαν στον 25χρονο Στίβεν Σοντχάιμ να γράψει τους στίχους και στον Τζερόμ Ρόμπινς τις χορογραφίες. Στην επιλογή του πρωταγωνιστή στάθηκαν άτυχοι, καθώς ο Τζέιμς Ντιν σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Την παραγωγή του μιούζικαλ ανέλαβαν η Τσέριλ Κρόφορντ και ο Ρότζερ Στίβενς.

 Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι την άνοιξη του 1957 κι ενώ ο θίασος ήταν έτοιμος για να ξεκινήσει πρόβες, η Κρόφορντ αποχώρησε από την παραγωγή. Προς στιγμήν, η παράσταση απειλήθηκε με ναυάγιο. Όμως, ο έτερος των παραγωγών Ρότζερ Στίβενς πήρε την παράσταση στις πλάτες του και η πρεμιέρα του West Side Story δόθηκε κανονικά στις 26 Σεπτεμβρίου 1957. Οι κριτικές ήταν ενθουσιώδεις και η ανταπόκριση του κοινού μεγάλη. Το έργο παίχθηκε για 732 παραστάσεις στο Μπρόντγουεϊ -σημαντικός αριθμός για εκείνη την εποχή- προτού ξεκινήσει τη μεγάλη διεθνή καριέρα του.

 Το 1961 το West Side Story έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο μέσα από τη μεγάλη οθόνη. Μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Ρόμπερτ Γουάιζ με τους ίδιους συντελεστές και πρωταγωνιστές τη Νάταλι Γουντ (Μαρία) και τον Ρίτσαρντ Μπέιμερ (Τόνι). Η ταινία θριάμβευσε τόσο στο ταμείο, όσο και στα Όσκαρ, αποσπώντας 10 από τα 11 προταθέντα. Ένα από αυτά, το βραβείο δεύτερου ανδρικού ρόλου, απονεμήθηκε στον συμπατριώτη μας ηθοποιό και χορευτή Τζορτζ Τσακίρις.

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Pablo Picasso

Στις 8 Απριλίου του 1973 έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος ζωγράφος, και γλύπτης Pablo Picasso, ο θεμελιωτής του κινήματος του Κυβισμού. Με έργα όπως οι Δεσποινίδες της Αβινιόν και Γκερνίκα, ο Picasso συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων ζωγράφων του 20ου αιώνα.

Ο Πάμπλο (Ρούιθ) Πικάσο γεννήθηκε στη Μάλαγα της Ισπανίας στις 25 Οκτωβρίου του 1881. Πατέρας του ήταν ο Χοσέ Ρούιθ Μπλάσκο, καθηγητής του σχεδίου, και μητέρα του η Μαρία Πικάσο. Άρχισε να ζωγραφίζει από παιδί και σε ηλικία 14 ετών μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελώνης.

Το 1897 πήρε χρυσό βραβείο με τον πρώτο πίνακά του που παρουσίασε στην Ακαδημία. Έχοντας κιόλας κατακτήσει μια τεχνική σταθερή κι αξιόλογη, άρχισε να πλησιάζει τους πρωτοποριακούς καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής, που επέδρασαν βαθιά στη διαμόρφωσή του.

Το 1904 μετακόμισε στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με άλλους μεγάλους καλλιτέχνες, όπως ο Ματίζ και ο Χουάν Μιρό. Από το 1912 έως το 1914 τα έργα του Πικάσο γίνονταν όλο και πιο γνωστά. Στις διεθνείς εκθέσεις του Μονάχου, της Κολωνίας και του Βερολίνου, οι κυβιστικοί του πίνακες βρίσκονταν στην πρώτη σειρά, δημοσιεύονταν στα πρωτοποριακά περιοδικά και οι ανανεωτικές αντιλήψεις του γίνονταν αντικείμενο συζήτησης στα πιο προωθημένα καλλιτεχνικά κέντρα. Σύντομα, το όνομα του έγινε συνώνυμο με το καινούργιο και το τολμηρό.

Ο Πικάσο ως ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και δραματουργός ήταν ιδιαίτερα πολύπλευρος. Η εφευρετικότητα και η ευχέρειά του για πειραματισμούς δυσχεραίνουν την κατάταξή του σε μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική κατηγορία. Αν και οι συνεχείς μεταλλαγές του παρεξηγήθηκαν ως έλλειψη συνέπειας, ο Πικάσο θεωρείται ο πρόδρομος κι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της ζωγραφικής του 20ου αιώνα.

Ως παρακαταθήκη άφησε περίπου 20.000 αυτοτελή έργα του, κάθε μορφής. Κορυφαία στιγμή της καλλιτεχνικής του δημιουργίας αποτελεί η «Γκουέρνικα», ένας πίνακας καταγγελίας για τα εγκλήματα κατά του λαού του στον ισπανικό εμφύλιο.


O Pablo Picasso πέθανε στις 8 Απριλίου του 1973, σε ηλικία 92 ετών. Συντετριμμένη η σύζυγός του Jacqueline Roque αφαίρεσε τη ζωή της σε ηλικία 60 ετών, το 1986.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Αντρέι Ταρκόφσκι (1932 – 1986)


Ο Αντρέι Ταρκόφσκι υπήρξε ο σημαντικότερος, ίσως, σκηνοθέτης που ανέδειξε το σοβιετικό σινεμά, μετά τον Σεργκέι Αϊζενστάιν. Γεννήθηκε στις 4 Απριλίου 1932 στην πόλη Ζαβράγιε της Ρωσίας και ήταν γιος του σημαντικού ποιητή Αρσένι Ταρκόφσκι.

Σπούδασε μουσική, ζωγραφική, γλυπτική και αραβικά, ενώ για ένα διάστημα εργάστηκε ως γεωλόγος στη Σιβηρία. Το 1956 εισέρχεται στην περίφημη κινηματογραφική σχολή της Μόσχας VGIK και παρακολουθεί μαθήματα, με δάσκαλο τον σπουδαίο σκηνοθέτη Μιχαήλ Ρομ (Αληθινός Φασισμός). Συμμαθητής του ήταν ένας άλλος μεγάλος της 7ης τέχνης, ο γεωργιανός Σεργκέι Παρατζάνωφ (Σαγιάτ Νόβα). Το 1960 αποφοιτά, υποβάλλοντας ως πτυχιακή εργασία τη διάρκειας 46 λεπτών ταινία Ο βιολιστής και ο οδοστρωτήρας, που ουσιαστικά αποτελεί την πρώτη του κινηματογραφική δουλειά.

Η διεθνής αναγνώριση για το Ταρκόφσκι έρχεται πολύ γρήγορα, από την πρώτη κιόλας μεγάλου μήκους ταινία του Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν, η οποία κερδίζει τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας (1962). Επτά χρόνια αργότερα προκαλεί και πάλι το ενδιαφέρον των κινηματογραφόφιλων, με την ταινία του Αντρέι Ρουμπλιόφ, που λόγω του χριστιανικού της θέματος αντιμετωπίζεται με εχθρότητα από το σοβιετικό καθεστώς και απαγορεύεται για δύο χρόνια.

Ο Ταρκόφσκι δεν υπήρξε ποτέ ανοικτά «διαφωνών». Το κυριότερο παράπονο από τις σοβιετικές αρχές ήταν ότι δεν του επέτρεψαν να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη όλα του τα σχέδια και τις ιδέες. Πάντως, λόγω της προσωπικής του γραφής, θα ήταν πολύ δύσκολο να τύχει μεγαλύτερης γενναιοδωρίας στη Δύση.

«Είμαι χαμένος. Δεν μπορώ να ζήσω στη Ρωσία, αλλά ούτε μακριά από αυτήν», έγραφε το 1983 στο ημερολόγιό του. Βρισκόταν στην Ιταλία για τις ανάγκες της ταινίας του Νοσταλγία. Εγκαθίσταται μόνιμα αρχικά στη γειτονική χώρα και στη συνέχεια στη Γαλλία. Η τελευταία του ταινία Η Θυσία γυρίστηκε στη Σουηδία το 1986 και κερδίζει τρία βραβεία στις Κάννες. Στις 29 Δεκεμβρίου 1986 άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι, χτυπημένος από την επάρατη νόσο.

Το έργο του Ταρκόφσκι χαρακτηρίζεται από τα χριστιανικά και μεταφυσικά θέματα, τους αργούς ρυθμούς, τα εξαιρετικής αισθητικής και μακράς διάρκειας μακρινά πλάνα. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα έργα του είναι τα όνειρα, η μνήμη, η παιδική ηλικία, το τρεχούμενο νερό, η φωτιά, η βροχή, οι αναμνήσεις. Σταδιακά, ανέπτυξε μια προσωπική θεωρία γύρω από τον κινηματογράφο, την οποία ονόμασε «γλυπτική του χρόνου».

Πίστευε ότι το κύριο χαρακτηριστικό του κινηματογράφου είναι ο μετασχηματισμός της ανθρώπινης εμπειρίας του χρόνου. Το αμοντάριστο υλικό, έλεγε, καταγράφει τον πραγματικό χρόνο. Γι' αυτό χρησιμοποιούσε το αργό ρυθμό και τα μεγάλα πλάνα, για να δώσει στον θεατή την αίσθηση του χρόνου που περνά και χάνεται, αλλά και να αναδείξει την ιδιαιτερότητα της κάθε στιγμής. Τη θεωρία του για τη «γλυπτική του χρόνου» ανέπτυξε στις ταινίες του Ο Καθρέπτης (1975) και Στάλκερ (1979).

Ο Ταρκόφσκι δεν ήταν ο σκηνοθέτης που δημιουργούσε αλληγορίες ή σύμβολα. Μιλούσε με τις εικόνες. Στο ημερολόγιό του αναφέρει ότι ο συμβολισμός είναι ένα δείγμα φθοράς, υποστηρίζοντας την ανάγκη χρήσης ισχυρών εικόνων στην τέχνη. «Η εικόνα είναι σαν ένας σβώλος ζωής» έγραφε.

Φιλμογρφία:

-Οι Δολοφόνοι (Ubiitsy, 19', 1958), Η πρώτη φοιτητική ταινία του, βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
-Δεν υπάρχει αναχώρηση σήμερα (Segodnya uvolneniya ne budet, 45', 1959), δεύτερη φοιτητική ταινία.
-Ο οδοστρωτήρας και το βιολί (Katok i skripka, 46', 1960), η πτυχιακή ταινία του.
-Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν (Ivanovo detstvo, 95', 1962), πολεμικό δράμα, βραβευμένο στη Βενετία.
-Αντρέι Ρουμπλιόφ (Andrei Rublyov, 205', 1969), βιογραφική ταινία για τον πιο διάσημο Ρώσο αγιογράφο, που έζησε τον 15ο αιώνα.
-Σολάρις (Solyaris, 165', 1972), βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Στανισλάβ Λεμ.
-Καθρέπτης (Zerkalo, 108', 1975), ταινία με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία.
-Στάλκερ (Stalker, 163', 1979), επιστημονικής φαντασίας, εμπνευσμένη από τη νουβέλα των αδελφών Στρουγκάτσκι Πικ Νικ στο κράσπεδο του δρόμου.
-Ταξίδι στο χρόνο (Tempo di viaggio, 62', 1983), τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ για την ιταλική τηλεόραση.
-Νοσταλγία (Nostalghia, 125', 1983), ένας ρώσος πανεπιστημιακός αναζητά στην Ιταλία τα ίχνη ενός συμπατριώτη του συνθέτη του 18ου αιώνα.
-Θυσία (Offret, 149', 1986), ο άνθρωπος μπροστά στην προοπτική ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος.

SiLeNzIo Live Band @ Πρώτο Πάτωμα


Την Μ.Δευτέρα 9 Απριλίου 2012, η SiLeNzIo Live Band σας περιμένει στο Πρώτο Πάτωμα (Τσιμισκή 97,1ος όροφος), για μια όμορφη βραδιά με ροκ μπαλάντες, αλλά και με δικά της τραγούδια!

Τηλ κρατήσεων: 2310-223331

Δημήτρης Τόλιος (Κιθάρα,Φωνή)
Ελένη Αγριμάκη (Πιάνο,φωνή)

Ώρα Έναρξης: 22.30

To Rome With Love (2012)



To Rome With Love Trailer (2012).
Σκηνοθεσία: Woody Allen
Πρωταγωνιστούν: Penélope Cruz, Ellen Page, Woody Allen and Jesse Eisenberg